- ὑπήρετις
- ὑπήρετ-ις, ιδος, fem. ofA
ὑπηρέτης 11
, E.IA322 (troch.), Pl.Plt.305c, Sor.1.73, al., Sch.Ar.Ra.206: metaph.,δυνάμεις θρέψεως -έτιδες Gal.8.367
, cf. Nat.Fac.3.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπηρέτης 11
, E.IA322 (troch.), Pl.Plt.305c, Sor.1.73, al., Sch.Ar.Ra.206: metaph.,δυνάμεις θρέψεως -έτιδες Gal.8.367
, cf. Nat.Fac.3.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπηρέτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπηρέτις — ἡ, Α βλ. υπηρέτης … Dictionary of Greek
ὑπηρετίδων — ὑπήρετις fem gen pl ὑπηρέτις fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέτιδα — ὑπήρετις fem acc sg ὑπηρέτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέτιδας — ὑπήρετις fem acc pl ὑπηρέτις fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέτιδες — ὑπήρετις fem nom/voc pl ὑπηρέτις fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέτιδι — ὑπήρετις fem dat sg ὑπηρέτις fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέτιδος — ὑπήρετις fem gen sg ὑπηρέτις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέτισι — ὑπήρετις fem dat pl ὑπηρέτις fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέτιν — ὑπηρέτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπηρέτης — ο / ὑπηρέτης, ΝΜΑ, θηλ. υπηρέτρια Ν, και δωρ. τ. ὑπηρέτας, θηλ. ὑπηρέτις, ιδος, Α νεοελλ. 1. αυτός που προσφέρει χειρωνακτική εργασία σε σπίτι ή σε κατάστημα 2. στρατ. (παλ. όρος) στρατιώτης που χειριζόταν πυροβόλο, όλμο ή πολυβόλο 3. φρ.… … Dictionary of Greek